άγλυφτος

άγλυφτος
-η, -ο
ο άγλυτπος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άγλυπτος — και άγλυφτος, η, ο (για ξύλο ή πέτρα) αυτός που δεν τόν έχουν πελεκήσει, απελέκητος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γλυπτός < γλύφω] …   Dictionary of Greek

  • άλειχτος — η, ο [λείχω] άγλυφτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”